πόκτος

πόκτος
πόκτος, , [dialect] Aeol.,
A = πόκος, Lyr.Adesp.73, Hdn.Gr.1.217 codd. Arc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πόκτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκτος — ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. πόκος …   Dictionary of Greek

  • πόκτοισι — πόκτος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”